- ανομοιομορφία
- ηέλλειψη ομοιομορφίας: Μεγάλη ανομοιομορφία στο ντύσιμο των μαθητών που παρέλασαν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανομοιομορφία — η έλλειψη ομοιομορφίας, ανομοιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανομοιόμορφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον νομικό και ιστοριοδίφη Σπ. Ζαμπέλιο] … Dictionary of Greek
ανομοιογένεια — η διαφορά, ανομοιότητα στο γένος, ανομοιομορφία … Dictionary of Greek
ανομοιοποιός — ἀνομοιοποιός, όν (Μ) αυτός που προκαλεί ανομοιότητα, ανομοιομορφία … Dictionary of Greek
ετερογένεια — η 1. η ιδιότητα τού ετερογενούς, το να ανήκει κάποιος σε άλλο γένος, η ανομοιομορφία 2. το βιολογικό φαινόμενο εναλλαγής γενεάς, η ετερογένεση 3. γένεση όντων από άτομα άλλου είδους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterogeny <… … Dictionary of Greek
ετερομέρεια — η (Α ἑτερομέρεια) [ετερομερής] η κλίση, η ροπή προς το ένα μέρος νεοελλ. η συγκρότηση από ανόμοια μέρη, η ανομοιομέρεια, η ανομοιομορφία … Dictionary of Greek
στάσιμος — η, ο / στάσιμος, ον ΝΜΑ [στάσις] 1. αυτός που δεν κινείται, ακίνητος (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το στάσιμο(ν) χορικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια κατά τη… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek
Μακ Κλίντοκ, Μπάρμπαρα — (Barbara McClintock, Χάρτφορντ, Κονέκτικατ 1902 – 1992). Αμερικανίδα βοτανολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης. Το ενδιαφέρον της για τη γενετική, που είχε φανεί ήδη κατά τις προπτυχιακές της σπουδές, συνδυάστηκε με τις… … Dictionary of Greek